Εκείνα τα χρόνια που αναπολώ πασπαλίζοντας τα με χρυσόσκονη, δεν ήξερα παιδί γαρ την έννοια του γκουρμέ. Τον πουρέ γνώριζα πολύ καλά που παραμένει στα αγαπημένα μου πιάτα. Ήξερα όμως πότε ένα φαγητό ήταν νόστιμο, πότε το τραπέζι ήταν στρωμένο με μεράκι (αυτό θεωρούσα αρτ ντε λα τάμπλ) και πότε το σπιτικό παγωτό είχε βασικό υλικό την αγάπη (της μαμάς μου πάντα).
Θυμάμαι το πιλάφι σωταρισμένο στο φρέσκο βούτυρο πολύ πριν το ριζότο, το μαύρο ρύζι, το μπασμάτι, κι άλλα πολλά. Το κοκκινιστό που τότε το σνόμπαρα αλλά τώρα βουτάω ολόκληρη στην κατσαρόλα!
Γεύσεις που πολλές από αυτές δεν υπάρχουν πια, ακόμη και στις ίδιες συνταγές οι γεύσεις έχουν αλλοιωθεί. Γεύσεις μαμαδίστικες, σπιτικές, μυρωδιές κουζίνας χαραγμένες βαθιά στην μνήμη.
Χωρίς να μετράω σε μεζούρες τα υλικά αλλά φροντίζοντας να αναγνωρίζω τα φρέσκα κι αυτά που αξίζουν, έμαθα να μαγειρεύω παρακολουθώντας κλεφτά την μαμά μου, να φτιάχνω πίτες βλέποντάς την να αλευρώνει το τραπέζι της κουζίνας και να ανοίγει φύλλο κι έτσι σιγά-σιγά έμαθα να πειραματίζομαι με τα υλικά που έβρισκα, να τα παντρεύω μεταξύ τους και να δημιουργώ διαφορετικές γεύσεις, να αναζητώ καινούργια πράγματα, να στολίζω τα πιάτα μου και το τραπέζι μου, να τα συνδυάζω με το σωστό κρασί, το σωστό απεριτίφ, το καλύτερο επιδόρπιο. Όλα αυτά προ τηλεοπτικών Σεφ και ντελίμανίας...
Απόψε έβρασα σπιτικές χυλοπίτες, τσιτσίρισε το φρέσκο βούτυρο και τις έριξα μέσα. Και ξαφνικά η κουζίνα μου μύρισε παιδικά χρόνια και μαμά. Αγαπημένες μυρωδιές και οι δύο. Ένα τέτοιο πιάτο αν με ρωτούσες θα σου έλεγα ότι είναι Ελλάδα. Έτριψα κεφαλοτύρι Ολύμπου, άνοιξα κι ένα κρασί από αμπέλια της Δράμας και κούρνιασα οκλαδόν στον καναπέ. Κοίταξα την τηλεόραση κι άρχιζε Master Chef, οι γεύσεις και οι μυρωδιές όμως μου θύμισαν ένα μικρό κορίτσι που έβαζε μαξιλάρι στην καρέκλα για να φτάνει στο τραπέζι.